κομποποιώ

κομποποιώ
κομποποιῶ, -έω (Α)
υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. μορφο-ποιώ, πολτο-ποιώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”